Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

..Tο "Τετράφυλλο Δάκρυ" είναι το πιο μοσκοβολιστό πικρολούλουδο του Σύμπαντος.
...Eίναι αμάραντο και μαύρο σαν τη νύχτα...Aνθεί στις άκρες των ματιών των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, των μοναχικών,των μελαγχολικών και των αληθινών-ξεχωριστών ανθρώπων...Για τέτοιους ανθρώπους γράφτηκαν τα τραγούδια ετούτου του δίσκου...Για ανθρώπους που τους έζησα από κοντά στα Γιάννενα: 
Για την Αϊσέ την τσιγγάνα στον καταυλισμό λίγο έξω απ' τα Γιάννενα στον παλιό  δρόμο για Θεσσαλονικη, που ποτέ δεν έμαθε πόσο όμορφη ήταν και τι φουρτούνες σήκωνε στο διάβα της...  
Για τον Κώστα-Τζίρη τον 75 χρονο βοσκό στα Τζουμέρκα, που άγιασε στη μοναξιά του, ένα με τα γίδια του το βοριά και τα κέδρα...  
Για την Αλμπένα τη μικρή αγέλαστη ξανθούλα Αλβανιδούλα που 'χε δυο ξενιτιές (τη μεγαλυτερη στο σχολειό αναμεσα στ' άλλα παιδιά),και που χαμογέλασε κι άνθισαν οι τοίχοι του σχολειού ,όταν μια μέρα ο δάσκαλος τραγούδησε στην τάξη την "Ξανθούλα" του Σολωμού, τάχα πως ήταν γι' αυτή γραμμένο...  
Για τη "Μαίρη" τη μελαχρινή,ψηλή κι άερινη,όμορφη και σπαθάτη σαν αρχαγγέλισσα, ασυμβίβαστα-μοναχική γυναίκα.με τη θλιμμενη κατατομή που 'χουν οι ευγενείς/ξεχωριστοί άνθρωποι, η οποία τα πρωινά, μαθαίνει γράμματα τα παιδιά, και τ' απογεύματα, μαθαίνει τη Σιωπή και το Μέλαν Φως, στα πουλιά που την ακολουθούν στο ακόπαστο γρήγορο μοναχικό της περπάτημα στους  απόκεντρους δρόμους των Ιωαννίνων...   
Για τον Τάκη τον καφετζή στους Ασπραγγέλους στο Ζαγόρι, που είναι ποιητής κι ας μη το ξερει, η Ποίηση άλλωστε κυρίως ζηέται παρά  γράφεται,κι ο Τάκης την Ποίηση την εχει  μες στ' αθώο του βλέμμα ...   
Για το Νίκο τον μπογιατζή που βιάστηκε να γεράσει μες στα τσιπουραδικα στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα, κουβαλώντας στις πλάτες του έναν ανευόδωτο μεγαλο έρωτα, και στη μεσα τσέπη του σακακιού του ένα ανεπίδοτο γράμμα...   
Για τον Ορέστη Κ. , τον Ηρακλή Κ. , το Βαγγέλη Α. , το Λευτέρη Ζ. , το Βαγγέλη Μ. , το Δημήτρη Μ. , το Λευτέρη Π. , το Δημήτρη Μπ. , τον Άγγελο, κι όλους τους Γιαννιώτες ερασιτέχνες τραγουδοποιούς που τραγούδια από ψυχής σκάρωσαν και τα πήρε ο άνεμος...
Για τον Κώστα το Γκρ. ,το σχωρεμένο δάσκαλο με τη μεγάλη ψυχή και το ..τρύπιο ποτήρι,που μαζί, το '89 και το '90,κατεβάσαμε ολόκληρες υδροφόρες αλκοόλ στις Βαλεκρασίδες νήσους 
Για το Φώτη τον ορειβάτη/αγωνιστή, που σπούδαξε στα Γιάννενα, κι έζησε σύντομη αλλά μεστή ζωή γιομάτη κοινωνικούς αγώνες, μέχρι  το Φλεβαρη του 2005,που  μια χιονοστιβάδα στο Μαίναλο,τον τύλιξε και τον σήκωσε ψηλά  στον ουρανό, μενεξεδένιο πρίγηπα των νεφών και κομισάριο των πουλιών,στους αιώνες.... 
Για τον Κώστα ,τον αληθινό ποιητή, στην Κομνηνού Πυρομάγλου στους Αμπελόκηπους, που  έζησε μια ζωή μονάχος σαν τον άνεμο, μιλώντας τις νύχτες με τον Τσε Γκεβάρα, τον Πάμπλο   Νερούντα και το Γεώργιο Βιζυηνό, και μετρώντας τα σκοτεινά φεγγάρια που διάβαιναν ψηλά πάνω απ' τα Γιάννενα, καθώς σκάλιζε ώρες ατέλειωτες το παλιό του λαμπάτο PHILLIPS ραδιόφωνο... 
Για τον Κώστα τον μπαρμπέρη στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα, τον ευαίσθητο "παλιάτσο"-χωρατατζή , που τη μελαγχολία του την έκανε  -η ψυχούλα του το 'ξερε πώς- χαρά και κέφι για τους πελάτες στο κουρείο του...
Για τον Κώστα το Σιόντη απ' τους Χουλιαράδες, (1965-2015), τον "αντάρτη" όπως τον λέγαμε,που έζησε κατά τον δαίμονα εαυτού, έζησε δηλαδή πάντα σύμφωνα με ό,τι υπαγόρευε η συνείδησή του, ο «προσωπικός του θεός», κι όχι σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας...Ήταν ένας υπερευαίσθητος-ξεχωριστός-βαθιά ανθρώπινος φίλος/χωριανός, κοινώνησε όλες τις "ουσίες" για να φτάσει να βρει του κόσμου την ουσία έτσι όπως αυτός την είχε στο μυαλό του...Πάλεψε να κόψει τα σκοινιά που τον βάσταγαν δεμένο βαθιά στο εντός του σκοτεινό μπουντρούμι, δεν τα κατάφερε..   
 Για τους χιλιάδες ωραίους"ταξιδιώτες"κι ονειροπόλους ουτοπιστές  που πέρασαν απ' το καφενείο του Τσοκάνη στα Γιάννενα,πιαστήκαν' απ' τα σκοινιά της αγάπης και της ωραίας αναρχίας , και διάβηκαν  μέσα από αφρισμένα ποτάμια τσίπουρου και κρασιού...Άλλους, τους τύλιξε ο θάνατος...Άλλους, τους πήρε το κρασί....Κι άλλους, τους πήρε η μοναξιά...  
Για το Γιώργο και τη Στέλλα, το ζευγάρι που έζησε έναν δυνατό εφηβικό έρωτα, 
 στα τέλη της δεκαετίας του '70 στα Γιάννενα,Έναν έρωτα τόσο δυνατό κι αληθινό  

  που τους στοιχειωσε, κι ας χάραξαν μετά ξεχωριστούς δρόμους.Έναν έρωτα που ίσαμε τώρα, 40 χρόνια μετά, τους επισκέπτεται σαν θύμηση ωραία-αξεθώριαστη , και "χτυπάει" τις πόρτες των σπιτιών τους, σαν το βοριά τον Ζαγορίσιο που έκλωθε τότε τα σγουρά μαλλιά του Γιώργου, καθώς διάβαιναν οι δυο τους αγκαλιά, απέναντι απ' το Ντράγκστορ,μες στο καταχείμωνο...
Για τον Τήρο (Σωτήρη) τον ευγενικό  αυτοκινητιστή απ' τους Καλαρρυτες, που έπινε ποτάμια από κρασί για ν' αντέχει, έτσι  ευαισθητος κι ανθρώπινος που ήταν .Ο Τήρος ισορροπούσε μια ζωή ψηλά σ' ένα τεντωμένο σκοινί που ξεκίναγε απ' τους Καλαρρύτες κι έφτανε ως τα καφενεία στο Τζαμί στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα.Χίλιες φορές έπεσε,χίλιες μια ξανασηκώθηκε.Ίσα που 'βγαζε λίγο αιματάκι στο κούτελο, σαν το αίμα του Ναζωραίου στο Σταυρό... 
άγγελος παπαγεωργίου - λεύτερη Πίνδος- Μάης του 2018 

Το τετράφυλλο δάκρυ



 Tο "Τετράφυλλο Δάκρυ" είναι το πιο μοσκοβολιστό πικρολούλουδο του Σύμπαντος.
Eίναι αμάραντο και μαύρο σαν τη νύχτα.Aνθεί στις άκρες των ματιών των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, των ξεχωριστών ανθρώπων.Για τέτοιους ανθρώπους γράφτηκαν τα τραγούδια ετούτου του δίσκου.Για ανθρώπους που τους έζησα από κοντά στα Γιάννενα.Για αληθινούς ανθρώπους!


ΤΟ ΤΕΤΡΑΦΥΛΛΟ ΔΑΚΡΥ
Απ' όλα τα λουλούδια, μάνα,     Σαράντα χρόνια  ευωδιάζει  
που 'χες με κόπο φυτεμένα ,     στης ερημιάς του το αγιάζι,
είχες φυτέψει κι ένα μαύρο,     του δίνω θάρρος σαν νυχτώνει
τη νύχτα που 'κανες εμένα:      μου δίνει θάρρος σαν χαράζει.

το τετράφυλλο δάκρυ 
στου ματιού μου την άκρη,
το ποτίζω συχνά,
τ' αγαπώ μ' αγαπά,  

γιατί κάμποσοι, μάνα
είμαστε "άλλα" παιδιά:
τρελαμένα, μοιραία 
και μελαγχολικά,
μια στο τόσο γελάμε 
και δακρύζουμε συχνά.



Η Αϊσέ



...ΗΑϊσέ, ήταν μια 18χρονη τσιγγάνα,σ' έναν τσιγγάνικο καταυλισμό,έξω απ' τα Γιάννενα... 
...Τα μαλλιά της, σύρματα τηλεγράφου, να στέλνουν σήμα τα πουλιά της νύχτας στην άνοιξη, να μην αργήσει νά 'ρθει... 
...Το κορμί της,εβένινο ποτάμι που φούσκωνε κι έπνιγε την οδό Ανεξαρτησίας, όποτε διάβαινε καμαρωτή... 
...Ποτέ δεν κατάλαβε, ποτέ της δεν έμαθε πόσο όμορφη ήταν, και τι χαλασμό σήκωνε στο διάβα της....
  
...Χυτό κορμάκι εβένινο 
δέκα κι οχτώ χρονώ, 
έλαμπε σαν πανσέληνο
φεγγάρι στο Δολό...

Τη μέρα αλαφροπάταγε
μες στην ξανθή αντηλιά,

τ' απόβραδο ζεμάταγε

 αράδα αρσενικά.... 
..................................

-Γαρουφαλλάκι μου κλειστό,        μα αν με φιλήσεις θα καείς
άνοιξ' τα πέταλά σου,                  θα γίνεις καρβουνάκι
να πάρει χρώμα κι ευωδιά          θα σ' έχω να ζεσταίνεται
η Πλάση ολόγυρά σου!               
το φίνο μου κορμάκι,



-Είμαι τσιγγάνα ντρέπομαι,         θα σ' έχω και μολύβι μου

κοράσι κοκκινίζω,                        να γράφω στ' άσπρο χιόνι

τριζόνι στην αστροφεγγιά            τι να μου φέρει η άνοιξη
μονάχη πεταρίζω,                        ο κούκος και τ' αηδόνι."

Πού πάει ο νιος τη χαραυγή...;



 .....O Κωστα-Τζίρης* είναι ενας 75ρης Τζουμερκιώτης βοσκός με λυγεράδα και ψυχή 10χρονου...Rίζωσε ψηλά στα βουνά, ένα με τα γίδια του το βοριά και την ερημιά...Όποτε μπαίνει στο ξωκλήσι τ' Αη-Λιά ν' ανάψει κεράκι, σκύβει ο Αη-Λιάς πέφτει στα γόνατα, του βγάζει τα παπούτσια τα λειωμένα απ' τις κακοτράχαλες στράτες, και γέρνει ο Κωστα-Τζίρης να ξαποστάσει μπροστά στο ιερό, πάνω στα ξεραμενα τ' Απριλιάτικα βάγια...

...Κοιτάει-δακρύζει ο Αρχάγγελος            για νά 'μπει στην Παράδεισο
στη σκεβρωμένη εικόνα,                          στην πέτρινη κοιλάδα
πέμπει στον ήλιο προσευχή                    στη δρόσο και στην άνοιξη
και δέηση στον αιώνα:                             και στη γλυκιά λιακάδα

"-Ήλιε με τα μαλάματα                             να 'χει ψωμάκι και νερό
και τα χρυσά λαμπιόνια,                           και γίδια πεντακόσια
κι αιώνα με τα εκατό                                 κι αγνάντιο ως τον Καρβασαρά
τ' αγύριστα τα χρόνια,                              τη Γκιώνα και την Όσσα!"
                                                                 .....................................
βαστήξτε πόρτα ορθάνοιχτη                    Φέγγουν κεράκια της μισής
στ' αγιάζι και στη μπόρα                          δραχμής στο μανουάλι.
σαν θά 'ρθει η ώρα η στερνή                   Άστρα χιονίζει κι όνειρα
του Κωστα-Τζίρη η ώρα                          στου Κώστα το κεφάλι...

1 : παρατσούκλι το "Τζίρης", απ' την περιοχή Τζίρ στα Τζουμέρκα,όπου ο Κώστας βόσκει τα γίδια του

ΠΟΥ ΠΑEI O ΝΙΟΣ ΤΗ ΧΑΡΑΥΓΗ...;
Πού πάει ο νιός τη χαραυγή,                   Πού πάν' τα τραγουδάκια μας,
ρωτήσετε εμένα:                                      ρωτήσετε εμένα:
Φεύγει παιδάκι ανύπαντρο                      Ψάχνουν τ' αθάνατο νερό 
κι ερχεται γερασμένο...                            κι έρχονται διψασμένα!

Πού πάν' οι στάλες της βροχής, 
ρωτήσετε εμένα:
Αυτούς που φύγαν' ξεδιψούν  
-ποτάμια πετρωμενα...               
ά. - λεύτερη Πίνδος



Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Η ξανθούλα


...Πρόπερσι,είχε έρθει στο σχολειο,στη Β' τάξη,η Αλμπένα,μια 8χρονη Αλβανιδούλα...Στεκόταν μαζωμένη σαν πουλακι φοβισμενο την πρωτη μερα...Ξανθιά καθώς ήταν,άνοιξα το Ανθολόγιο,έβαλα μια αυτοσχέδια μουσικούλα στην Ξανθούλα του Διον.Σολωμού,και με τη συνοδειά του ακορντεόν το τραγουδήσαμε με τα παιδιά,τάχα πως ήταν για 'κείνη γραμμένο...Ψήλωσε 10 πόντους η μικρούλα και καμάρωσε...

Καμάρωσε κι ο Σολωμός στον τοίχο,πλάι στο Διάκο     κι απόξω-απόξω απ' το σχολειό,το εθνικό μπαϊράκι
το Ρήγα και τον Μπότσαρη και το Μαυροκορδάτο,        μύρωσε εγίνηκε κι αυτό βουνίσιο μανουσάκι  
άνθισε η τάξη,εγίνηκε βουνίσιο μανουσάκι,                    τα φυλλαράκια του έσεισε ευωδιαστή καμπάνα,
εγίνηκε κι ο Σολωμός οχτώ χρονώ παιδάκι,                    
ο Αίμος μοσκοβόλησε,Γιάννενα Άρτα Μουργκάνα
ζύγωσε,πήρε τη μικρή ξανθούλα από το χέρι,                Τίρανα Κόσοβο Μπουργκάς αράδα βουναλάκια
κοντέσα τη σεργιάνισε στης Ζάκυνθος τα μέρη,              σύνορο οι κέδροι μοναχά τ' άστρα και τα κρινάκια
την έντυσε μαλάματα,κύματα και δροσούλες                   κατά πώς θέλουν τα παιδιά,ο Ρήγας ο Φερραίος
κι αγορασμένες ακριβά αστραφτερές λεξούλες,               η Πίνδος η μυριόχρονη,ο Τσε κι ο Ναζωραίος. 
 ά. - λεύτερη Πίνδος
Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

 Την είδα την Ξανθούλα,                                    Και το χαιρετισμό της   
την είδα ψες αργά                                              εστάθηκα να ιδώ,
που εμπήκε στη βαρκούλα                                ως που η πολλή μακρότης
να πάη στην ξενιτιά.                                           μου το 'κρυψε κι αυτό.
Εφούσκωνε τ' αέρι                                             Σ' ολίγο, σ' ολιγάκι
λευκότατα πανιά                                                δεν ήξερα να πω
ωσάν το περιστέρι                                             αν έβλεπα πανάκι
που απλώνει τα φτερά                                       ή του πελάγου αφρό·
Εστέκονταν οι φίλοι                                            και αφού πανί, μαντίλι
με λύπη με χαρά                                                εχάθη στο νερό
και αυτή με το μαντίλι                                         εδάκρυσαν οι φίλοι,
τους αποχαιρετά.                                                 εδάκρυσα κ' εγώ.
Διονύσιος Σολωμός


Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Η Μαίρη



 .. Η Μαίρη είναι στα Γιάννενα, μια μελαχρινή, σπαθάτη σαν αρχαγγέλισσα,αερινη, ασυμβίβαστα-μοναχική γυναίκα....Τα πρωινά, μαθαίνει γράμματα τα παιδιά...Τ απογεύματα, μαθαίνει τη Σιωπή και το Μέλαν Φως, στα πουλιά που την ακολουθούν στο ακόπαστο γρήγορο μοναχικό της περπάτημα στους  απόκεντρους δρόμους των Ιωαννίνων... 

Μελαχρινή αρχαγγέλισσα των ήσυχων παρόδων
των ίσκιων των εσπερινών και των θλιμένων ρόδων,
 σπαθίζεις τον μαβή ουρανό στάζει βροχές και χιόνια, 
σπαθίζεις και τον κόρφο σου  και στάζει ανθούς κι αηδόνια.
.......................................
Άγιο των ασυμβίβαστα-μοναχικών το πάθος, 
που φέγγει μες στα σπλάχνα τους σαν μέλας μέγας Άθως...
ά. - λεύτερη Πίνδος

ΜΑΙΡΗ
Πώς πέρασαν βροχή τα χρόνια,              Τι να ζητάς στον άγγελό σου
δεν τα λογάριαζες ,θαρρώ,                      στον ύπνο σου ψιθυριστά,
της νύχτας μόνο τα τριζόνια                     κι αφήνει στο προσκέφαλό σου
σου κράταγαν λογαριασμό,                      του Ναζωραίου τα καρφιά;

και στο γεμίσαν' το δεφτέρι                      Κι έχεις στο πρόσωπό σου πάντα
σαράντα στρόγγυλα καρφιά,                    βροχές κι αγκάθια κι ερημιά...
πάτησες τα σαράντα, Μαίρη,                   Πάτησες, Μαίρη, τα σαράντα
κι ας δείχνεις μόνο τα μισά !                     κι ας δείχνεις μόνο τα μισά....

                                                    Μαίρη,
                                    δεν σ' άγγιξε ποτέ το καλοκαίρι,
                                    δε μύρισες την άνοιξη ποτέ,
                                    κανένας στην Πλατεία δε σε ξέρει,
                                    πού πας και πίνεις μόνη σου καφέ;
                                    Κανείς πέρα απ' τη νύχτα δε σε ξέρει.
                                    Μαίρη,βροχούλα μες στον κόσμο άφαντη,
                                    τρελή ροδιά ανέγγιχτη κι αμάραντη..

.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ποιητής θα γίνω


 ...ο Τάκης  έχει ένα καφενείο στο Ζαγόρι, ...Ζει εκεί στα βουνά....Τα βραδια , κάθεται σιμά στο τζάκι και γραφει στίχους...Ειναι ποιητής κι ας μην το ξερει...Ποιητής όχι   γι' αυτά που γραφει, μα  γι' αυτά που γράφει κάθε νύχτα ο Ζαγορίσιος θρασκιάς στα φύλλα της καρδιάς του για να τα διαβάζουν την αλλη μερα το πρωί στ' αθώα μάτια του οι πελάτες ,και να τους δροσίζει μια αύρα αθωότητας που πια χάθηκε απ' τον κόσμο... 

..-Τάκη,πώς στέργεις πώς μπορείς κι έτσι βαστιέσαι αθώος; 
-Κοντά στο καφενείο μου διαβαίνει ο Αώος, 
βουτώ μες στο νεράκι του και το μεταλαβαίνω, 
μπαίνω πενήντα δυο χρονών κι εφτά μονάχα βγαίνω,

βαρούν καμπάνες και βιολιά βαρεί σήμαντρα ο Άθως 
βαρεί και στην καρδούλα μου τ' αμέρωτο το πάθος 
για τ' άστρα και την ερημιά την Τύμφη κι όλα τ' άλλα
τ' αληθινά τ' ανθρώπινα που 'ν' άξια και μεγάλα. 
..................................
..Γεννούν αγγέλους τα βουνά, 
θάματα στάζει η νύχτα, 
μακριά απ' της πόλης τα βαριά 
τ' ατσάλινα τα δίχτυα..
ά. - λεύτερη Πϊνδος 




ΠΟΙΗΤΗΣ ΘΑ ΓΙΝΩ
Ποιητής θα γίνω                          Κάνε μου ένα νεύμα
να σε τραγουδώ                          πες μου πως μ' ακούς
νά 'ρθω να σε πάρω                    νά 'ρθω να σε πάρω
μακριά απ' εδώ,                          μακριά απ' αυτούς.

μακριά από πόλεις                     Ποιητής θα γίνω
κι από μηχανές                           να σε τραγουδώ
είν' αλλιώς ο κόσμος                  σαν ψιλή βροχούλα
φως μου, τι τα θες...                   στον ωκεανό...




Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Γράμμα απ' τα Γιάννενα



...Στα Γιάννενα,στην Καλούτσιανη,στο καφενειο του Μπρούζου,σύχναζε ο Νίκος ο μπογιατζής,ωραίος άντρας  στα νιάτα του,ίσκιος τωρα του εαυτού του,τσακισμενος απ' το πολύ ούζο ..Ειχε ζήσει έναν μεγάλο έρωτα με μια φοιτητρια εκεί στα μέσα του '70,ώσπου εκείνη πηρε το πτυχίο της και χαιρέτησε γι' Αθηνα,ένα σούρουπο -16 του Αλωνάρη ήταν,πώς να το ξεχάσει ο Νίκος; -  ...Έβρεχε και μαζί είχε πάρει να βγαίνει ένα σχεδόν γιομάτο φεγγάρι!!!...Ο Νίκος, της ειχε γραψει ένα γράμμα,το 'χε πάντα μαζί του στη μέσα τσέπη του σακακιού του..Το γράμμα ποτέ δεν το 'ριξε! Πήγαινε νύχτα, περπατωντας ως το ΚΤΕΛ Αθηνών, απ' τον ερημικό δρόμο πλάι στη λίμνη,για να τραγουδήσει στην ερημιά, δυνατά τις Χάρτινες σκάλες κι άλλα 2-3 παραπονιάρικα του Γαβαλά, και πάντα το Γέλα κυρία μου του Καφάση ,και κάθονταν εκεί στο ΚΤΕΛ μέχρι που 'φευγε το νυχτερινό δρομολόγιο των 11 για Αθήνα...Κοίταγε τους επιβατες πίσω απ' τα θολά τζάμια...Το λεωφορείο έφευγε...Έμενε μονάχα ο Νίκος, μ' ένα άσσο σκέτο στα χείλη να σιγοκαίει σαν καντήλι στον κατήφορο της ζωής του, γωνία Πουτέτση κι Ανεξαρτησίας, σιμά στ' αδέσποτα σκυλιά,αδέσποτο σκυλί κι αυτός,
τα δόντια του έχωνε βαθιά στης νύχτας τα καπούλια
κι αλύχταγε τα σύννεφα την Όστρια και την Πούλια:
"-Κλάψτε, αστέρια κι ουρανοί  κι αγέρηδες και νέφη,
το Νικολή που αγάπησε κι αγάπη πια δεν έχει..."

Kι απέ την Πίνδο γρύλλιζε με δακρυσμένο μάτι
 για δυο μπαγιάτικα σπυριά ναυαγισμένη αγάπη
 "-Πού 'σαι,μωρ' ρούσα μ' και ξανθή μ',πού 'σαι, περδικομάτα μ' ;
Μαχαίρια κόβουν την ψυχή μ', σπαθιά την άδεια στράτα μ'."
ά. - λεύτερη Πίνδος

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ' ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Γιάννενα, Τρίτη δειλινό,                         Δεν θ' ανταμώσουμε ποτέ,
δεκάξι τ' Αλωνάρη,                                θα σε γυρεύω χρόνια
βάζω και σου ταχυδρομώ                     στα κατακάθια του καφέ
βροχούλα με φεγγάρι,                           στης τρέλας μου τ' αλώνια.

ψυχούλα μου, καρδιά μου,                    ψυχή-καρδούλα μου....
                                                                 

βροχούλα, για να τραγουδάς
τις νύχτες στο Θησείο,
φεγγάρι μαύρο, να περνάς
τη γέφυρα στο Ρίο
και να 'ρχεσαι κοντά μου.




Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Μόνο να σ' αγαπάω



...Ανάμεσα στα τραγούδια που είχε γραψει,σκάρωσε κι ενα να τ' ακούει η αγαπημένη του, όταν αυτός θα 'ναι μνήμη κι αχός του αγέρα μες στην Αχερουσία..."-Να βάζεις το τραγούδι (της είπε) και να νιώθεις πως έρχομαι και σου  χτυπώ το τζάμι, εγώ: ένα πουλί στο χιόνι που στάθηκα τη νύχτα έξω απ' το μπαλκονι σου, για να δω πώς είσαι και πώς περνάς,και για να σου πως  έζησα μονάχα για να σ' αγαπάω... 

...Να πέφτουν άστρα από ψηλά         σαν του λαφιού που μια ζωή 
υάκινθοι και κρινάκια                          στο δάσος πρέπει να 'ναι 
να φέγγουνε στον ύπνο σου               να μη το βρίσκουν οι κακοί 
ολάσπρα φαναράκια                           που αγάπη δεν νογάνε.
                                                            ............................................ 
να πέφτω από ψηλά κι εγώ                 Φυλάξτε, αγαποχερουβείμ,
απ' τ' άπειρο του απείρου                    τ' αγνά τα ωραία καρδάκια. 
να μπαίνω Άγγελος-φύλακας               ..Να πέφτουν άστρα από ψηλά
του νύχτιου σου ονείρου                      υάκινθοι και κρινάκια...

κι ας έρχεται το χάραμα
να μένω εκεί μαζί σου
έτσι που ολόιδια με την
ψυχή μου είν' η ψυχή σου

ΜΟΝΟ ΝΑ Σ' ΑΓΑΠΑΩ
Στo σπίτι σου χιονίζει κι απόψε,καλή μου,
κι εγώ στη γειτονιά σου πετώ.
Στην πόλη αυτή που μοιάζει με δίχτυ,μικρή μου,
πουλάκι είμαι χαμένο κι εγώ.

Πέφτει χιόνι στο μπαλκόνι...
Ιδές με: στο τζάμι χτυπάω !
Μόνο να σ' αγαπάω,
έμαθα καλά, μικρή μου . . .
Μη σκιάζεσαι το χιόνι.

Μονάχη σου μη μένεις...Να βγαίνεις,καλή μου...
Να τρως και να κοιμάσαι καλά...
Κι εγώ θα σου μερώνω τον ύπνο,μικρή μου...
Ν' αφήνεις μονάχα ανοιχτά....

ά. - λεύτερη Πϊνδος

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Στις Βαλεκρασιδες νήσους



...Ήταν χειμώνας πριν 3 χρόνια,γύρω στη 1 το μεσημερι...Κάναμε  Γεωγραφια με τα πιτσιρίκια στο σχολειο όπου υπηρετουσα ως δάσκαλος..."-Κύριε,μου λέει ένας μαθητής, κοιταζοντας τον παγκόσμιο χάρτη,σε ποιο κράτος ανήκουν οι Βαλεαρίδες νήσοι;" Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τηλεφωνεί ενας συναδελφος  που δασκάλευε  στο διπλανό χωριό και, καθώς κόντευε η ωρα να σκολασουμε για μεσημερι, μου λέει "-Τραβα κάτσε στο καφενείο, βάλε κρασί, κι ερχομαι"... "Βαλε-αρίδες" ο πιτσιρικάς, "Βάλε κρασί" ο συναδελφος, "Βαλεκρασίδες νήσοι" σκέφτηκα:οι νήσοι,τα νησιά όπου η φράση "βάλε κρασί" θα ηχεί παντού και συνέχεια σαν το "καλημέρα"..Τα νησιά με το άφθονο γλυκό κρασί του Έρωτα ,της Ποίησης, της Ουτοπίας, της ευαισθησίας,που κάνει σπουδαία τα μικρά και καθημερινά, και Υψηλά τ' αληθινά κι ανθρώπινα...
...Στης Ουτοπίας τις ανθηρές                   μέθα, τραγούδα, γλέντησε,
απύθμενες αβύσσους,                             χόρεψε, φίλα, αγάπα,
ο Γιαραμπής έφκιασε τις                          κάν' τη ζωή σου ποίημα
Βαλεκρασίδες νήσους,                            και ζήσ' την στα γεμάτα,

βάλε κρασί γλυκόπιοτο                           όλα είναι θέμα έρωτος
δώσε και στο βαρκάρη                           κι αγάπης, κι όχι μίσους,
ξεκίνα τα Χριστούγεννα                          εμπρός ! συντρόφοι μου,για τις
να φτάσεις Αλωνάρη,                             Βαλεκρασίδες νήσους!

ΣΤΙΣ ΒΑΛΕΚΡΑΣΙΔΕΣ ΝΗΣΟΥΣ
Βγήκα νύχτα, τοίχο-τοίχο,                             Σ' ένα στέκι της Αιόλου
κάναν φίλο να πετύχω                                  δυο γκαρσόνια του διαόλου
στις Βαλεκρασίδες νήσους                           μου σερβίραν' ξεροσφύρι
στης τεκίλας τις αβύσσους.                          των κυπαρισσιών τη γύρη,

Χάραμα στη Φρεατύδα,                               μα δεν είχα να πληρώσω
"κόκκαλο" τον Άσιμο είδα                             και ξεπούλησα όσο-όσο
με μια τύπισσα μοιραία                                τη ζωή μου τρία γρόσσια
να τραβούν για τον Περαία.                         και την τρέλα μου τρακόσια.

                                        Κι ωχ! αμάν αμάν αμάνα
                                        της αυγούλας η καμπάνα
                                        πάντρεψε το ριζικό μου
                                        με τ' αδέσποτα του δρόμου.

ά. - λεύτερη Πίνδος


Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ο πρίγκηπας των νεφών



Ο Φώτης αγάπαγε τα βουνά,τα χιόνια και τα ηλιοβασιλέματα στα δυο χιλιαδες μετρα ψηλά...Ήταν Φλεβάρης του 2005...Ο Φωτης με τους συντρόφους του, ωραίος σαν ήλιος ανέβαινε στο βουνό....Η χιονοστιβάδα μεγαλη σαν κύμα κατέβαινε.....Το βουνό έστεκε και τήραγε ατάραχο....ο Φώτης άνοιξε τα χέρια διάπλατα,πέταξε ψηλά,τον πήρε ο ουρανός πάνω,τού φόρεσε στέμμα τα μαβιά σύννεφα του δειλινού,κι ακόμα ίσαμε τώρα,τον βαστάει μενεξεδένιο πρίγκηπα των νεφών και κομισάριο των πουλιών για όσο θέλει ο Φώτης...
Όταν χιονίζει χαίρεται κι άμα φυσά αγαλλιάζει, βγαίνει ταϊζει τα πουλιά στου Βέγα το περβάζι,
τα Φώτα κρούει τα σήμαντρα την Πασχαλιά καμπάνα "-Εδώ ψηλά είμαι άρχοντας και μη λυπάσαι, μάνα,
έχω το σύννεφο παλτό για το βαρύ τ' αγιάζι". ...Όταν χιονίζει χαίρεται κι άμα φυσά αγαλλιάζει. ΜΙΑ ΜΩΒ ΑΧ! ΝΑ 'ΜΟΥΝ ΠΙΝΕΛΙΑ,ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ... Μια μωβ, αχ να 'μουν πινελιά στον ουρανό το δείλι μια πινελιά μενεξεδιά στου Ζέφυρου τα χείλη, κι όσο, μάνα μ' , θα σώνεται ο ήλιος , ν' αυγατάω, τ' άστρα να στεφανώνομαι τη Γης να χαιρετάω. Κι η θάλασσα η γερόντισσα με τη γλαυκή της μπόλια να λειτουργεί στου πέλαγουτην άγια μοσχοβόλια και να μου πέμπει γαλανούς ιριδισμούς κυμάτων, πρίγκηψ να στέφομαι ορατών για λίγο κι αοράτων... Μετά, σκιά να χάνομαι στης νύχτας την αγκάλη, μέχρι ξανά να γεννηθώ το δειλινό και πάλι...

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Ο αδερφός μου



....Ήταν σπουδαιος ποιητής ο αδερφός του ο Κώστας...Tο βεβαίωνε κι η κλαίουσα έξω απ' την κάμαρή του,που έσκυβε στις γρίλιες κι άκουγε όσα έλεγε. Κι όπως θα ταιριαζε σ' έναν αληθινό ποιητή, που τον έκαναν ποιητή τα τραγικά του αδιέξοδα, έμεινε μονάχος να κουβεντιαζει μια ζωή τις νυχτες με τον Τσε Γκεβάρα, τον Νερούδα και το Βιζυηνό, και μετά που 'φευγαν αυτοί μέσ' απ' τους καπνισμένους απ' τα τσιγαρα τοιχους, να μετραει πάλι μοναχός του τα σκοτεινά φεγγάρια πάνω απ' τα Γιάνννενα...Τα φεγγάρια διάβαιναν κι αυτός "σκάλιζε" το παλιό του λαμπάτο ράδιο το PHILLIPS, πάνω-κάτω,δεξιά-αριστερά,fm-βραχέα, χιλιάδες σταθμοί,αυτός και τα φεγγάρια μοναχά... ...Τον ψάχνουν τώρα τα φεγγάρια τοίχοι-σκεπή, σκεπή και τοίχοι τ' αμάραντα τα σκοτεινά, "-Tύχη δεν είχε!" λέν' πικρά, χώνονται μες στην κάμαρή του ενός λεπτού σιγή κρατάνε, "-Μην είν' ο Κώστας εδωνά; στάζουν τροπάρια κι "ωσαννά", Μην τρύπωσε στο ράδιο μέσα; την μπάντα των βραχέων ρωτάνε Μη στα βραχέα ; Μη στα fm; "-Μην είν' ο Κώστας εδωνά;" Μην πέταξε για τ' Αγιον Όρος ....Τον ψάχνουν τώρα τα φεγγάρια καβάλα σ' ένα τεριρέμ;" τ' αμάραντα τα σκοτεινά... ................................. Το παντελόνι το καμπάνα μες στο ντουλάπι του συχνά, τα χρόνια τα φοιτητικά του στη Φλωρεντία, μολογά, Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο αδερφός μου είναι προφήτης δεν είναι βραχνός δεν είναι σοφός δε μιλάει δε γελάει η μάνα μας τον γέννησε το σούρουπο στις έξι να μάθει τα μελλούμενα σκοτάδια του ν' αντέξει, ε! αδερφέ βρίσκεις τον Τσε τα λες με το Νερούδα και το Βιζυηνό τραγούδα τραγούδα σήμανε Εσπερινό το καμπάνα παντελόνι στ' αραχνιασμένο σου ντουλάπι σε λίγο ξημερώνει γέρικό μου ελάφι τραγούδα, ξημερώνει γέρικό μου ελάφι τραγούδα τραγούδα ε! αδερφέ ε! αδερφέ! Ο αδερφός μου είναι προφήτης δεν είναι βραχνός δεν είναι σοφός δε μιλάει δε γελάει συνάζει τ' αποτσίγαρα τις νύχτες του χειμώνα φαντάρους μες στης κάμαρης τον έρημο στρατώνα

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο παλιάτσος



...Στα Γιάννενα, στην Καλούτσιανη,είχε το κουρείο του ο  Κώστας ο μπαρμπέρης.
Ένας επιστήμονας του ωραιου χαβαλέ... 
Ένας ευφυέστατος ευγενής "παλιάτσος"- καλαμπουρτζής... 
Ευαίσθητος κατά βάθος, παλαντζάριζε ανάμεσα σε μελαγχολικές και χαρούμενες στιγμές.... 
Κι ήταν φανερό πως, δεν τις ξεχώριζε, παρά μόνο  τις καλοδεχόταν όλες του αυτές τις στιγμές, που ειχαν το ίδιο βαρος και βάθος, κι έμοιαζαν ολόιδιες μεταξύ τους,όπως  ολόιδια μεταξύ τους έμοιαζαν και τ' αποχτενίδια των πελατών του, ψηλά στο κρύο μωσαϊκό του μπαρμπέρικου... 

 Εφτά τα χτενοξούραφα,                 όλα νερά του Γιαραμπή,
δεκάξι τα ψαλίδια,                           άσπρα και μαύρα ίδια,
μυριάδες στο μωσαϊκό                   του θάνατου και της ζωής
τα μαύρα αποχτενίδια.                   ίσκιοι κι αποχτενίδια !

-Κώστα,τι κρύβεις στην ψυχή     Xωρίζει ο Πλάστης φτερωτά,
και στο βαθύ σου μάτι;                θαλασσινά και φίδια ;
-Τ' άσπρα του Τίγρη τα νερά,      ..Εφτά τα χτενοξούραφα,
τα μαύρα του Ευφράτη:                 δεκάξι τα ψαλίδια... 

Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ Πέρασα χτες τον παλιάτσο Αν καρτερείς να χιονίσει τον κολλητό μου να ιδώ. μιαν άσπρη μέρα να δεις, Ήτανε στο καναβάτσο άστρο στην έρημη δύση μήνες πεσμένος,θαρρώ. μια χαραυγή θα χαθείς. Ήτανε απ' το θεό του Κι αν είσαι απ' το θεό σου λησμονημένος καιρό, λησμονημένος καιρό, όμως το χαμόγελό του πάντα το χαμόγελό σου το 'χε στο στόμα ζεστό. να 'χεις στο στόμα ζεστό Μπα, ρε παιδιά, σε καλό του! να το φοράς σαν καλό σου Γεια σου,παλιάτσο θεριό! πουκάμισο γιορτινό. Ποτέ, ποτέ στον άνεμο μη λες τραγούδι θλιβερό. Παλιάτσο,μάγια κάνε μου, παλιάτσος να γινώ κι εγώ. Γιώργος Νικολακάκος-2012