Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

..Tο "Τετράφυλλο Δάκρυ" είναι το πιο μοσκοβολιστό πικρολούλουδο του Σύμπαντος.
...Eίναι αμάραντο και μαύρο σαν τη νύχτα...Aνθεί στις άκρες των ματιών των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, των μοναχικών,των μελαγχολικών και των αληθινών-ξεχωριστών ανθρώπων...Για τέτοιους ανθρώπους γράφτηκαν τα τραγούδια ετούτου του δίσκου...Για ανθρώπους που τους έζησα από κοντά στα Γιάννενα: 
Για την Αϊσέ την τσιγγάνα στον καταυλισμό λίγο έξω απ' τα Γιάννενα στον παλιό  δρόμο για Θεσσαλονικη, που ποτέ δεν έμαθε πόσο όμορφη ήταν και τι φουρτούνες σήκωνε στο διάβα της...  
Για τον Κώστα-Τζίρη τον 75 χρονο βοσκό στα Τζουμέρκα, που άγιασε στη μοναξιά του, ένα με τα γίδια του το βοριά και τα κέδρα...  
Για την Αλμπένα τη μικρή αγέλαστη ξανθούλα Αλβανιδούλα που 'χε δυο ξενιτιές (τη μεγαλυτερη στο σχολειό αναμεσα στ' άλλα παιδιά),και που χαμογέλασε κι άνθισαν οι τοίχοι του σχολειού ,όταν μια μέρα ο δάσκαλος τραγούδησε στην τάξη την "Ξανθούλα" του Σολωμού, τάχα πως ήταν γι' αυτή γραμμένο...  
Για τη "Μαίρη" τη μελαχρινή,ψηλή κι άερινη,όμορφη και σπαθάτη σαν αρχαγγέλισσα, ασυμβίβαστα-μοναχική γυναίκα.με τη θλιμμενη κατατομή που 'χουν οι ευγενείς/ξεχωριστοί άνθρωποι, η οποία τα πρωινά, μαθαίνει γράμματα τα παιδιά, και τ' απογεύματα, μαθαίνει τη Σιωπή και το Μέλαν Φως, στα πουλιά που την ακολουθούν στο ακόπαστο γρήγορο μοναχικό της περπάτημα στους  απόκεντρους δρόμους των Ιωαννίνων...   
Για τον Τάκη τον καφετζή στους Ασπραγγέλους στο Ζαγόρι, που είναι ποιητής κι ας μη το ξερει, η Ποίηση άλλωστε κυρίως ζηέται παρά  γράφεται,κι ο Τάκης την Ποίηση την εχει  μες στ' αθώο του βλέμμα ...   
Για το Νίκο τον μπογιατζή που βιάστηκε να γεράσει μες στα τσιπουραδικα στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα, κουβαλώντας στις πλάτες του έναν ανευόδωτο μεγαλο έρωτα, και στη μεσα τσέπη του σακακιού του ένα ανεπίδοτο γράμμα...   
Για τον Ορέστη Κ. , τον Ηρακλή Κ. , το Βαγγέλη Α. , το Λευτέρη Ζ. , το Βαγγέλη Μ. , το Δημήτρη Μ. , το Λευτέρη Π. , το Δημήτρη Μπ. , τον Άγγελο, κι όλους τους Γιαννιώτες ερασιτέχνες τραγουδοποιούς που τραγούδια από ψυχής σκάρωσαν και τα πήρε ο άνεμος...
Για τον Κώστα το Γκρ. ,το σχωρεμένο δάσκαλο με τη μεγάλη ψυχή και το ..τρύπιο ποτήρι,που μαζί, το '89 και το '90,κατεβάσαμε ολόκληρες υδροφόρες αλκοόλ στις Βαλεκρασίδες νήσους 
Για το Φώτη τον ορειβάτη/αγωνιστή, που σπούδαξε στα Γιάννενα, κι έζησε σύντομη αλλά μεστή ζωή γιομάτη κοινωνικούς αγώνες, μέχρι  το Φλεβαρη του 2005,που  μια χιονοστιβάδα στο Μαίναλο,τον τύλιξε και τον σήκωσε ψηλά  στον ουρανό, μενεξεδένιο πρίγηπα των νεφών και κομισάριο των πουλιών,στους αιώνες.... 
Για τον Κώστα ,τον αληθινό ποιητή, στην Κομνηνού Πυρομάγλου στους Αμπελόκηπους, που  έζησε μια ζωή μονάχος σαν τον άνεμο, μιλώντας τις νύχτες με τον Τσε Γκεβάρα, τον Πάμπλο   Νερούντα και το Γεώργιο Βιζυηνό, και μετρώντας τα σκοτεινά φεγγάρια που διάβαιναν ψηλά πάνω απ' τα Γιάννενα, καθώς σκάλιζε ώρες ατέλειωτες το παλιό του λαμπάτο PHILLIPS ραδιόφωνο... 
Για τον Κώστα τον μπαρμπέρη στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα, τον ευαίσθητο "παλιάτσο"-χωρατατζή , που τη μελαγχολία του την έκανε  -η ψυχούλα του το 'ξερε πώς- χαρά και κέφι για τους πελάτες στο κουρείο του...
Για τον Κώστα το Σιόντη απ' τους Χουλιαράδες, (1965-2015), τον "αντάρτη" όπως τον λέγαμε,που έζησε κατά τον δαίμονα εαυτού, έζησε δηλαδή πάντα σύμφωνα με ό,τι υπαγόρευε η συνείδησή του, ο «προσωπικός του θεός», κι όχι σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας...Ήταν ένας υπερευαίσθητος-ξεχωριστός-βαθιά ανθρώπινος φίλος/χωριανός, κοινώνησε όλες τις "ουσίες" για να φτάσει να βρει του κόσμου την ουσία έτσι όπως αυτός την είχε στο μυαλό του...Πάλεψε να κόψει τα σκοινιά που τον βάσταγαν δεμένο βαθιά στο εντός του σκοτεινό μπουντρούμι, δεν τα κατάφερε..   
 Για τους χιλιάδες ωραίους"ταξιδιώτες"κι ονειροπόλους ουτοπιστές  που πέρασαν απ' το καφενείο του Τσοκάνη στα Γιάννενα,πιαστήκαν' απ' τα σκοινιά της αγάπης και της ωραίας αναρχίας , και διάβηκαν  μέσα από αφρισμένα ποτάμια τσίπουρου και κρασιού...Άλλους, τους τύλιξε ο θάνατος...Άλλους, τους πήρε το κρασί....Κι άλλους, τους πήρε η μοναξιά...  
Για το Γιώργο και τη Στέλλα, το ζευγάρι που έζησε έναν δυνατό εφηβικό έρωτα, 
 στα τέλη της δεκαετίας του '70 στα Γιάννενα,Έναν έρωτα τόσο δυνατό κι αληθινό  

  που τους στοιχειωσε, κι ας χάραξαν μετά ξεχωριστούς δρόμους.Έναν έρωτα που ίσαμε τώρα, 40 χρόνια μετά, τους επισκέπτεται σαν θύμηση ωραία-αξεθώριαστη , και "χτυπάει" τις πόρτες των σπιτιών τους, σαν το βοριά τον Ζαγορίσιο που έκλωθε τότε τα σγουρά μαλλιά του Γιώργου, καθώς διάβαιναν οι δυο τους αγκαλιά, απέναντι απ' το Ντράγκστορ,μες στο καταχείμωνο...
Για τον Τήρο (Σωτήρη) τον ευγενικό  αυτοκινητιστή απ' τους Καλαρρυτες, που έπινε ποτάμια από κρασί για ν' αντέχει, έτσι  ευαισθητος κι ανθρώπινος που ήταν .Ο Τήρος ισορροπούσε μια ζωή ψηλά σ' ένα τεντωμένο σκοινί που ξεκίναγε απ' τους Καλαρρύτες κι έφτανε ως τα καφενεία στο Τζαμί στην Καλούτσιανη στα Γιάννενα.Χίλιες φορές έπεσε,χίλιες μια ξανασηκώθηκε.Ίσα που 'βγαζε λίγο αιματάκι στο κούτελο, σαν το αίμα του Ναζωραίου στο Σταυρό... 
άγγελος παπαγεωργίου - λεύτερη Πίνδος- Μάης του 2018 

Το τετράφυλλο δάκρυ



 Tο "Τετράφυλλο Δάκρυ" είναι το πιο μοσκοβολιστό πικρολούλουδο του Σύμπαντος.
Eίναι αμάραντο και μαύρο σαν τη νύχτα.Aνθεί στις άκρες των ματιών των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, των ξεχωριστών ανθρώπων.Για τέτοιους ανθρώπους γράφτηκαν τα τραγούδια ετούτου του δίσκου.Για ανθρώπους που τους έζησα από κοντά στα Γιάννενα.Για αληθινούς ανθρώπους!


ΤΟ ΤΕΤΡΑΦΥΛΛΟ ΔΑΚΡΥ
Απ' όλα τα λουλούδια, μάνα,     Σαράντα χρόνια  ευωδιάζει  
που 'χες με κόπο φυτεμένα ,     στης ερημιάς του το αγιάζι,
είχες φυτέψει κι ένα μαύρο,     του δίνω θάρρος σαν νυχτώνει
τη νύχτα που 'κανες εμένα:      μου δίνει θάρρος σαν χαράζει.

το τετράφυλλο δάκρυ 
στου ματιού μου την άκρη,
το ποτίζω συχνά,
τ' αγαπώ μ' αγαπά,  

γιατί κάμποσοι, μάνα
είμαστε "άλλα" παιδιά:
τρελαμένα, μοιραία 
και μελαγχολικά,
μια στο τόσο γελάμε 
και δακρύζουμε συχνά.



Η Αϊσέ



...ΗΑϊσέ, ήταν μια 18χρονη τσιγγάνα,σ' έναν τσιγγάνικο καταυλισμό,έξω απ' τα Γιάννενα... 
...Τα μαλλιά της, σύρματα τηλεγράφου, να στέλνουν σήμα τα πουλιά της νύχτας στην άνοιξη, να μην αργήσει νά 'ρθει... 
...Το κορμί της,εβένινο ποτάμι που φούσκωνε κι έπνιγε την οδό Ανεξαρτησίας, όποτε διάβαινε καμαρωτή... 
...Ποτέ δεν κατάλαβε, ποτέ της δεν έμαθε πόσο όμορφη ήταν, και τι χαλασμό σήκωνε στο διάβα της....
  
...Χυτό κορμάκι εβένινο 
δέκα κι οχτώ χρονώ, 
έλαμπε σαν πανσέληνο
φεγγάρι στο Δολό...

Τη μέρα αλαφροπάταγε
μες στην ξανθή αντηλιά,

τ' απόβραδο ζεμάταγε

 αράδα αρσενικά.... 
..................................

-Γαρουφαλλάκι μου κλειστό,        μα αν με φιλήσεις θα καείς
άνοιξ' τα πέταλά σου,                  θα γίνεις καρβουνάκι
να πάρει χρώμα κι ευωδιά          θα σ' έχω να ζεσταίνεται
η Πλάση ολόγυρά σου!               
το φίνο μου κορμάκι,



-Είμαι τσιγγάνα ντρέπομαι,         θα σ' έχω και μολύβι μου

κοράσι κοκκινίζω,                        να γράφω στ' άσπρο χιόνι

τριζόνι στην αστροφεγγιά            τι να μου φέρει η άνοιξη
μονάχη πεταρίζω,                        ο κούκος και τ' αηδόνι."

Πού πάει ο νιος τη χαραυγή...;



 .....O Κωστα-Τζίρης* είναι ενας 75ρης Τζουμερκιώτης βοσκός με λυγεράδα και ψυχή 10χρονου...Rίζωσε ψηλά στα βουνά, ένα με τα γίδια του το βοριά και την ερημιά...Όποτε μπαίνει στο ξωκλήσι τ' Αη-Λιά ν' ανάψει κεράκι, σκύβει ο Αη-Λιάς πέφτει στα γόνατα, του βγάζει τα παπούτσια τα λειωμένα απ' τις κακοτράχαλες στράτες, και γέρνει ο Κωστα-Τζίρης να ξαποστάσει μπροστά στο ιερό, πάνω στα ξεραμενα τ' Απριλιάτικα βάγια...

...Κοιτάει-δακρύζει ο Αρχάγγελος            για νά 'μπει στην Παράδεισο
στη σκεβρωμένη εικόνα,                          στην πέτρινη κοιλάδα
πέμπει στον ήλιο προσευχή                    στη δρόσο και στην άνοιξη
και δέηση στον αιώνα:                             και στη γλυκιά λιακάδα

"-Ήλιε με τα μαλάματα                             να 'χει ψωμάκι και νερό
και τα χρυσά λαμπιόνια,                           και γίδια πεντακόσια
κι αιώνα με τα εκατό                                 κι αγνάντιο ως τον Καρβασαρά
τ' αγύριστα τα χρόνια,                              τη Γκιώνα και την Όσσα!"
                                                                 .....................................
βαστήξτε πόρτα ορθάνοιχτη                    Φέγγουν κεράκια της μισής
στ' αγιάζι και στη μπόρα                          δραχμής στο μανουάλι.
σαν θά 'ρθει η ώρα η στερνή                   Άστρα χιονίζει κι όνειρα
του Κωστα-Τζίρη η ώρα                          στου Κώστα το κεφάλι...

1 : παρατσούκλι το "Τζίρης", απ' την περιοχή Τζίρ στα Τζουμέρκα,όπου ο Κώστας βόσκει τα γίδια του

ΠΟΥ ΠΑEI O ΝΙΟΣ ΤΗ ΧΑΡΑΥΓΗ...;
Πού πάει ο νιός τη χαραυγή,                   Πού πάν' τα τραγουδάκια μας,
ρωτήσετε εμένα:                                      ρωτήσετε εμένα:
Φεύγει παιδάκι ανύπαντρο                      Ψάχνουν τ' αθάνατο νερό 
κι ερχεται γερασμένο...                            κι έρχονται διψασμένα!

Πού πάν' οι στάλες της βροχής, 
ρωτήσετε εμένα:
Αυτούς που φύγαν' ξεδιψούν  
-ποτάμια πετρωμενα...               
ά. - λεύτερη Πίνδος



Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Η ξανθούλα


...Πρόπερσι,είχε έρθει στο σχολειο,στη Β' τάξη,η Αλμπένα,μια 8χρονη Αλβανιδούλα...Στεκόταν μαζωμένη σαν πουλακι φοβισμενο την πρωτη μερα...Ξανθιά καθώς ήταν,άνοιξα το Ανθολόγιο,έβαλα μια αυτοσχέδια μουσικούλα στην Ξανθούλα του Διον.Σολωμού,και με τη συνοδειά του ακορντεόν το τραγουδήσαμε με τα παιδιά,τάχα πως ήταν για 'κείνη γραμμένο...Ψήλωσε 10 πόντους η μικρούλα και καμάρωσε...

Καμάρωσε κι ο Σολωμός στον τοίχο,πλάι στο Διάκο     κι απόξω-απόξω απ' το σχολειό,το εθνικό μπαϊράκι
το Ρήγα και τον Μπότσαρη και το Μαυροκορδάτο,        μύρωσε εγίνηκε κι αυτό βουνίσιο μανουσάκι  
άνθισε η τάξη,εγίνηκε βουνίσιο μανουσάκι,                    τα φυλλαράκια του έσεισε ευωδιαστή καμπάνα,
εγίνηκε κι ο Σολωμός οχτώ χρονώ παιδάκι,                    
ο Αίμος μοσκοβόλησε,Γιάννενα Άρτα Μουργκάνα
ζύγωσε,πήρε τη μικρή ξανθούλα από το χέρι,                Τίρανα Κόσοβο Μπουργκάς αράδα βουναλάκια
κοντέσα τη σεργιάνισε στης Ζάκυνθος τα μέρη,              σύνορο οι κέδροι μοναχά τ' άστρα και τα κρινάκια
την έντυσε μαλάματα,κύματα και δροσούλες                   κατά πώς θέλουν τα παιδιά,ο Ρήγας ο Φερραίος
κι αγορασμένες ακριβά αστραφτερές λεξούλες,               η Πίνδος η μυριόχρονη,ο Τσε κι ο Ναζωραίος. 
 ά. - λεύτερη Πίνδος
Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ

 Την είδα την Ξανθούλα,                                    Και το χαιρετισμό της   
την είδα ψες αργά                                              εστάθηκα να ιδώ,
που εμπήκε στη βαρκούλα                                ως που η πολλή μακρότης
να πάη στην ξενιτιά.                                           μου το 'κρυψε κι αυτό.
Εφούσκωνε τ' αέρι                                             Σ' ολίγο, σ' ολιγάκι
λευκότατα πανιά                                                δεν ήξερα να πω
ωσάν το περιστέρι                                             αν έβλεπα πανάκι
που απλώνει τα φτερά                                       ή του πελάγου αφρό·
Εστέκονταν οι φίλοι                                            και αφού πανί, μαντίλι
με λύπη με χαρά                                                εχάθη στο νερό
και αυτή με το μαντίλι                                         εδάκρυσαν οι φίλοι,
τους αποχαιρετά.                                                 εδάκρυσα κ' εγώ.
Διονύσιος Σολωμός


Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Η Μαίρη



 .. Η Μαίρη είναι στα Γιάννενα, μια μελαχρινή, σπαθάτη σαν αρχαγγέλισσα,αερινη, ασυμβίβαστα-μοναχική γυναίκα....Τα πρωινά, μαθαίνει γράμματα τα παιδιά...Τ απογεύματα, μαθαίνει τη Σιωπή και το Μέλαν Φως, στα πουλιά που την ακολουθούν στο ακόπαστο γρήγορο μοναχικό της περπάτημα στους  απόκεντρους δρόμους των Ιωαννίνων... 

Μελαχρινή αρχαγγέλισσα των ήσυχων παρόδων
των ίσκιων των εσπερινών και των θλιμένων ρόδων,
 σπαθίζεις τον μαβή ουρανό στάζει βροχές και χιόνια, 
σπαθίζεις και τον κόρφο σου  και στάζει ανθούς κι αηδόνια.
.......................................
Άγιο των ασυμβίβαστα-μοναχικών το πάθος, 
που φέγγει μες στα σπλάχνα τους σαν μέλας μέγας Άθως...
ά. - λεύτερη Πίνδος

ΜΑΙΡΗ
Πώς πέρασαν βροχή τα χρόνια,              Τι να ζητάς στον άγγελό σου
δεν τα λογάριαζες ,θαρρώ,                      στον ύπνο σου ψιθυριστά,
της νύχτας μόνο τα τριζόνια                     κι αφήνει στο προσκέφαλό σου
σου κράταγαν λογαριασμό,                      του Ναζωραίου τα καρφιά;

και στο γεμίσαν' το δεφτέρι                      Κι έχεις στο πρόσωπό σου πάντα
σαράντα στρόγγυλα καρφιά,                    βροχές κι αγκάθια κι ερημιά...
πάτησες τα σαράντα, Μαίρη,                   Πάτησες, Μαίρη, τα σαράντα
κι ας δείχνεις μόνο τα μισά !                     κι ας δείχνεις μόνο τα μισά....

                                                    Μαίρη,
                                    δεν σ' άγγιξε ποτέ το καλοκαίρι,
                                    δε μύρισες την άνοιξη ποτέ,
                                    κανένας στην Πλατεία δε σε ξέρει,
                                    πού πας και πίνεις μόνη σου καφέ;
                                    Κανείς πέρα απ' τη νύχτα δε σε ξέρει.
                                    Μαίρη,βροχούλα μες στον κόσμο άφαντη,
                                    τρελή ροδιά ανέγγιχτη κι αμάραντη..

.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ποιητής θα γίνω


 ...ο Τάκης  έχει ένα καφενείο στο Ζαγόρι, ...Ζει εκεί στα βουνά....Τα βραδια , κάθεται σιμά στο τζάκι και γραφει στίχους...Ειναι ποιητής κι ας μην το ξερει...Ποιητής όχι   γι' αυτά που γραφει, μα  γι' αυτά που γράφει κάθε νύχτα ο Ζαγορίσιος θρασκιάς στα φύλλα της καρδιάς του για να τα διαβάζουν την αλλη μερα το πρωί στ' αθώα μάτια του οι πελάτες ,και να τους δροσίζει μια αύρα αθωότητας που πια χάθηκε απ' τον κόσμο... 

..-Τάκη,πώς στέργεις πώς μπορείς κι έτσι βαστιέσαι αθώος; 
-Κοντά στο καφενείο μου διαβαίνει ο Αώος, 
βουτώ μες στο νεράκι του και το μεταλαβαίνω, 
μπαίνω πενήντα δυο χρονών κι εφτά μονάχα βγαίνω,

βαρούν καμπάνες και βιολιά βαρεί σήμαντρα ο Άθως 
βαρεί και στην καρδούλα μου τ' αμέρωτο το πάθος 
για τ' άστρα και την ερημιά την Τύμφη κι όλα τ' άλλα
τ' αληθινά τ' ανθρώπινα που 'ν' άξια και μεγάλα. 
..................................
..Γεννούν αγγέλους τα βουνά, 
θάματα στάζει η νύχτα, 
μακριά απ' της πόλης τα βαριά 
τ' ατσάλινα τα δίχτυα..
ά. - λεύτερη Πϊνδος 




ΠΟΙΗΤΗΣ ΘΑ ΓΙΝΩ
Ποιητής θα γίνω                          Κάνε μου ένα νεύμα
να σε τραγουδώ                          πες μου πως μ' ακούς
νά 'ρθω να σε πάρω                    νά 'ρθω να σε πάρω
μακριά απ' εδώ,                          μακριά απ' αυτούς.

μακριά από πόλεις                     Ποιητής θα γίνω
κι από μηχανές                           να σε τραγουδώ
είν' αλλιώς ο κόσμος                  σαν ψιλή βροχούλα
φως μου, τι τα θες...                   στον ωκεανό...